αμερικανόπουλο

αμερικανόπουλο
το
παιδί Αμερικανών γονέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + υποκορ. κατάλ. -πουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμερικανόπουλο — το θηλ. ούλα το παιδί Αμερικανών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμερικανός — και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα) 1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν 2. υπήκοος τού αμερικανικού κράτους 3. Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί 4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να… …   Dictionary of Greek

  • αμερικανόπαις — ( αιδος), ο αμερικανόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παις < παις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”